- κνηκοφόρος
- κνηκοφόρος, ἡ (Α)(ενν. γῆ) αυτή που παράγει κνήκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek